Η πορεία της έχει χαρακτηρίσει το τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μουσικής όσο λίγες άλλες. Τώρα, επιστρέφει με τραγούδι-προπομπό των ανησυχιών της γύρω από την παράδοση, για την οποία πιστεύει ότι μπορεί να δώσει νέο παλμό στο εγχώριο ρεπερτόριο. Με αυτό ως αφορμή, μα και με τον νου στις επικείμενες συναυλίες της στο Gazarte (έναρξη στις 26 Φεβρουαρίου), το Avopolis τη συνάντησε στο κέντρο της Αθήνας.

Εκπροσωπείτε εδώ και πολλά χρόνια το ελληνικό τραγούδι στο εξωτερικό και πρόσφατα, μάλιστα, γυρίσατε από μια ευρωπαϊκή περιοδεία. Τι από τη μουσική μας πιστεύετε ότι μιλάει στο ξένο κοινό;

Αν και οι συγκεκριμένες συναυλίες μοιράστηκαν σε κοινό μισό ελληνικό και μισό ξένο, εκείνο που κυρίως επικοινωνείται στο δεύτερο είναι η αίσθηση της μουσικής και της ερμηνείας. Απευθύνεσαι δηλαδή σε ανθρώπους εξοικειωμένους με αυτό που ονομάζουμε «world music», εξοικειωμένους με άλλους ήχους και κουλτούρες. Νομίζω πως τους παρασύρει ό,τι συμβαίνει επί σκηνής, ο ρυθμός. Είναι στιγμές που αντιδρούν με τρομερό ενθουσιασμό.

Βρίσκεστε στη μουσική τα τελευταία 30 χρόνια. Πώς έχετε δει να αλλάζει το εγχώριο κοινό μέσα σε αυτήν την περίοδο;

Αυτό που έχει αλλάξει πραγματικά, δεν είναι το κοινό. Το κοινό ενθουσιάζεται αντίστοιχα με τότε και ακολουθεί το ίδιο πιστά τους καλλιτέχνες που αγαπάει. Έχει αλλάξει όμως η συχνότητα έκθεσης. Μέχρι και στο πρόσφατο παρελθόν, μπορεί μέσα σε 1 εβδομάδα να χωρούσαν 4 παραστάσεις. Αυτό πλέον έχει σταματήσει: ο κόσμος επιλέγει να βγει έως και μόνο το Σάββατο· κάτι που περιόρισε την πιο συχνή σχέση που είχες μαζί του. Πάντως το κοινό έχει την ίδια αγάπη απέναντι στους καλλιτέχνες.

Ποιες μουσικές σας αναφορές έχουν μείνει σταθερές μέσα στα χρόνια;

Αυτό ίσως το έβλεπε πιο εύκολα κάποιος τρίτος. Εγώ ίσως σου έλεγα πως αγαπώ τη μουσική που έχει καταγωγή και ρίζες. Το δικό μου ρεπερτόριο έχει βέβαια και ποπ στοιχείο, αλλά ο κύριος κορμός του ακουμπάει στην παράδοση. Και η παράδοση είναι ζωντανή πανελλαδικά. Αν δεις τα πανηγύρια, από τα βουνά μέχρι τα νησιά, είναι όλα γεμάτα με νέο κόσμο. Όπως υπάρχει και μια πολύ μεγάλη στροφή στο ρεμπέτικο, πάλι από τα νέα παιδιά. Παρόλο που υπάρχει μεγάλο ρεύμα Δυτικοποίησης, καθώς και μία κλίση στον ξενόγλωσσο στίχο, θεωρώ πως το ρεύμα της αναβίωσης της παράδοσής μας είναι τόσο ισχυρό, ώστε δεν κινδυνεύουμε να αλλοιωθούμε.

Ο νέος γυρνάει στην παράδοση σχεδόν αμυντικά. Αναγιγνώσκει μια επίθεση που γίνεται στη χώρα και γυρνάει να δει πώς συνδεόμαστε με το ίδιο μας το παρελθόν και πώς προστατεύουμε την ελληνικότητά μας. Είναι μια υπεράσπιση της ταυτότητάς μας.

Οι προσμίξεις της παράδοσής μας με διαφορετικά μουσικά είδη, με τον τρόπο που το κάνει λ.χ. ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, σας ενδιαφέρουν;

Πάρα πολύ. Ιδίως αυτό που κάνει ο Θανάσης με τις ενορχηστρώσεις του με γοητεύει ιδιαίτερα. Και παρότι ο λόγος του είναι αφαιρετικός και συμβολικά ποιητικός, μου αρέσει πολύ. Ακόμα και σε συναυλίες σαν αυτές του Θανάση, υπάρχει έντονα το στοιχείο του πανηγυριού: μια διονυσιακή επιστροφή στην παράδοσή μας.

Τι μπορούμε να περιμένουμε μετά από την ανάπαυλα;

Ετοιμάζω μία σειρά παραστάσεων τον Φεβρουάριο, που θα γίνουν στο Gazarte. Κι ετοιμάζω κι ένα ακόμα τραγούδι, το οποίο θα κυκλοφορήσει κοντά σε εκείνη την περίοδο. Ένα τραγούδι που έχει γράψει ένα άγνωστο παιδί, o Κωνσταντίνος Σακκάς, στο οποίο παίζει τρομπέτα κι ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος. Και συμετέχουν κι άλλοι εξαιρετικοί σολίστες: ο Δημήτρης Τσεκούρας, ο Γιάννης Κυριμκυρίδης, ο Νίκος Μέρμηγκας και ο Λάμπης Κουντουρόγιαννης.

 

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη στο avopolis.gr