φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος

Κύκλος Γιάνατσεκ / Κύκλος 20ός αιώνας

Γενούφα
Η αριστουργηματική όπερα του Λέος Γιάνατσεκ
σε πρώτη πανελλήνια παρουσίαση

14, 19, 21, 24, 27 Οκτωβρίου & 2 Νοεμβρίου 2018
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος

Μουσική διεύθυνση Λουκάς Καρυτινός / Σκηνοθεσία Νίκολα Ράαμπ

Ώρα έναρξης: 20.00 (Κυριακές στις 18.30)

Τιμές εισιτηρίων: €15, €20, €30, €35, €42, €50, €55, €70
Φοιτητικό, παιδικό: €15
Περιορισμένης ορατότητας: €10

Προπώληση

Ταμεία Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Καθημερινά 09.00-21.00
Τηλ.: 213 088 5700
Ομαδικές πωλήσεις: 2130885742
www.nationalopera.gr

Καταστήματα PUBLIC
http://tickets.public.gr

www.ticketservices.gr 
Εκδοτήρια Ticket Services,
Πανεπιστημίου 39, εντός Στοάς Πεσμαζόγλου.

Με τη Γενούφα του Λέος Γιάνατσεκ, ένα από τα σημαντικότερα αριστουργήματα του 20ού αιώνα -για πρώτη φορά στην Ελλάδα-, ανοίγει η καλλιτεχνική περίοδος 2018/19 για την Εθνική Λυρική Σκηνή, στις 14 Οκτωβρίου, σε μουσική διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού και σκηνοθεσία της Νίκολα Ράαμπ.

Η Γενούφα, η “τέλεια όπερα”, όπως την χαρακτήρισε πρόσφατα ο Guardian, ξεπέρασε τα όρια του σύγχρονου ρεπερτορίου και επιβλήθηκε στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου, χάρη στον λυρισμό, τη συναισθηματική της ειλικρίνεια, τη μεγαλειώδη μουσική που της χάρισε ο σπουδαίος Τσέχος συνθέτης Λέος Γιάνατσεκ και την υπόθεσή της, έντονα δραματική και ταυτόχρονα βαθιά ανθρώπινη.

Η τρίπρακτη όπερα Γενούφα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η τσέχικη απάντηση στο ιταλικό κίνημα του βερισμού. Βασισμένη στο συγκλονιστικό λογοτεχνικό έργο της Γκαμπριέλας Πρεΐσσοβα Η ψυχοκόρη της, η Γενούφα “συνομιλεί” με τη Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, καθώς μιλάει για τη βρεφοκτονία που έρχεται ως συνέπεια στις σκληρές συνθήκες των μικρών κλειστών κοινωνιών της υπαίθρου. Από τη Σκιάθο έως τη μοραβική επαρχία, οι γυναίκες βιώνουν με τον ίδιο σκληρό τρόπο την καταπίεση της πατριαρχικής κοινωνίας.

Το θεατρικό της Πρεΐσσοβα στο οποίο βασίστηκε η Γενούφα γράφτηκε 13 χρόνια πριν από το “κοινωνικόν μυθιστόρημα” Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη και παρά τις μικρές διαφορές στις κοινωνικές συνθήκες, οι αιτίες, τα συναισθήματα, οι τύχες των γυναικών μοιάζουν θέματα πανανθρώπινα και διαχρονικά. Η Γενούφα, έργο που θεωρείται κλασικό στον αγγλοσαξονικό κόσμο και τη Γερμανία, είναι μια από τις πρώτες όπερες που χρησιμοποιούν αυτούσια την πρόζα ενός λογοτεχνικού κειμένου.

Σύμφωνα με την υπόθεση, η όμορφη Γενούφα περιμένει παιδί από τον μυλωνά Στέβα και αποθαρρύνει τον νεότερο ετεροθαλή αδερφό του Λάτσα, ο οποίος είναι ερωτευμένος μαζί της. Αυτός, για να την εκδικηθεί, της χαράζει το πρόσωπο με ένα μαχαίρι. Καθώς είναι πλέον στερημένη από την ομορφιά της, ο Στέβα δεν την επιθυμεί και αρραβωνιάζεται την κόρη του δημάρχου. Τότε, η μητριά της Γενούφας, η αυστηρών αρχών Νεωκόρισσα του χωριού, στρέφεται στον ακόμα ερωτευμένο Λάτσα. Όταν εκείνος αρνείται να νομιμοποιήσει το παιδί του αδερφού του, η Νεωκόρισσα θανατώνει το νεογέννητο, λέγοντας ψέματα στη Γενούφα ότι το παιδί πέθανε στη γέννα. Λίγους μήνες αργότερα, την ημέρα των γάμων του Λάτσα με τη Γενούφα, το νεκρό σώμα του παιδιού ανακαλύπτεται. Η Νεωκόρισσα ομολογεί το έγκλημά της και καταδικάζεται απ’ όλους εκτός από τη Γενούφα, που τη συγχωρεί. Παρά τις εξελίξεις, ο Λάτσα μένει κοντά στην αγαπημένη του.

Ο Γιάνατσεκ εμπνέεται από την ιδιαίτερη μουσικότητα της τσεχικής γλώσσας και αξιοποιεί τους ξεχωριστούς τονισμούς της, συνθέτοντας την πρώτη του όπερα στην οποία αρθρώνει με σαφήνεια το προσωπικό του ιδίωμα. Όσο εργαζόταν πάνω στο έργο ο συνθέτης, κατέγραφε τη μελωδία της γλώσσας. Μεταξύ άλλων, σημείωνε: “Άκουγα κρυφά τους περαστικούς, διάβαζα τις εκφράσεις του προσώπου τους, ήθελα να συλλάβω κάθε δόνηση της φωνής […] μια αντανάκλαση της οποίας αναγνώριζα στη μελωδία των λέξεων που κατέγραφα. Πόσες διαφορετικές μελωδικές παραλλαγές της ίδιας λέξης που έβρισκα! […] Στη μελωδία του λόγου αισθάνθηκα τον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλωνόταν μια εσωτερική, κρυμμένη διαδικασία. Σε αυτές τις διαδικασίες βρήκα τη θλίψη και στιγμές χαράς, αποφασιστικότητα και δισταγμό”.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο Γιάνατσεκ ανακάλυψε κάτι πρωτότυπο και αυθεντικό, το οποίο θα επηρέαζε θεμελιωδώς τον τρόπο με τον οποίο συνέθετε και θα του επέτρεπε να διαμορφώσει εφεξής τη δική του ολότελα προσωπική μουσική γλώσσα. Ξεκαθάριζε πως δεν επρόκειτο για μια νατουραλιστική καταγραφή της μελωδίας του πεζού λόγου, την οποία ο ίδιος αναδείκνυε σε δομική αρχή, αλλά ότι μέσα από αυτή την άσκηση μπορούσε να αποκτήσει τη σιγουριά της διαχείρισης όλων των εκφραστικών εργαλείων.

«Μελετώντας τη σχέση ανάμεσα στον τονισμό και στο συναίσθημα, ο Γιάνατσεκ πέτυχε μοναδική ψυχολογική σαφήνεια», αναφέρει για τη Γενούφα ο συγγραφέας Μίλαν Κούντερα, ο οποίος μελέτησε σε βάθος το έργο του συνθέτη.

Στη Γενούφα, ο Γιάνατσεκ ακολουθεί το παράδειγμα του συμπατριώτη του Ντβόρζακ, μιας πιο κοσμοπολίτικης μουσικής γλώσσας, που παραμένει, ωστόσο, χαρακτηριστική του προσωπικού του ύφους. Tα λαϊκά-παραδοσιακά στοιχεία είναι εμφανή στην πλοκή της υπόθεσης και στους χαρακτήρες, ενώ μέσα από την γραφή του Γιάνατσεκ τα στοιχεία αυτά υπάρχουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο και στη μουσική του έργου. Η ορχηστρική γραφή αρθρώνει την υπόθεση και υπογραμμίζει τις καταστάσεις μέσα από τα ρυθμικά σχήματα, αλλά και μέσα από τον πλούτο της ενορχήστρωσης.

Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε με τον τίτλο Η ψυχοκόρη της στο Εθνικό Θέατρο του Μπρνο στις 21 Ιανουαρίου 1904.  Στις 26 Μαΐου 1916 ακολούθησε παρουσίαση στην Πράγα σε μουσικό κείμενο τροποποιημένο από τον Κάρελ Κοβαρζόβιτς. Στην «εκδοχή της Πράγας» το έργο ανέβηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1918 στην Αυλική Όπερα της Βιέννης μεταφρασμένη στη γερμανική γλώσσα. Για τις παραστάσεις αυτές μετονομάστηκε σε Γενούφα και σε αυτή τη μορφή (στα γερμανικά) παρουσιαζόταν παντού επί πολλές δεκαετίες.  Η αρχική μουσική μορφή της όπερας αποκαταστάθηκε από τον αρχιμουσικό Τσαρλς Μακκέρρας και τον μουσικολόγο Τζων Τυρρέλ και εκδόθηκε μόλις το 1996. Με βάση αυτή την έκδοση παρουσιάζεται σε πανελλήνια πρώτη από την Εθνική Λυρική Σκηνή.

Τη Γενούφα θα σκηνοθετήσει η Γερμανίδα Νίκολα Ράαμπ, μια από τις πιο σημαντικές σκηνοθέτριες όπερας στην Ευρώπη, η οποία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη για την ιδιαίτερη ευαισθησία των αναγνώσεών της και για την επιμονή της στην ονειρική οπτικοποίηση των έργων που σκηνοθετεί. H Ράαμπ έχει παρουσιάσει με μεγάλη επιτυχία σκηνοθεσίες της σε Βιέννη, Κοπεγχάγη, Μπρέγκεντς, Γκέτεμποργκ, Λισαβόνα, Λος Άντζελες, Σικάγο κ.α.

Η σκηνοθέτρια, με βασικό συνεργάτη στα σκηνικά και τα κοστούμια τον διεθνώς αναγνωρισμένο Γιώργο Σουγλίδη, προτείνει μια κλασική ανάγνωση του έργου και βλέπει τον ωμό ρεαλισμό της ιστορίας μέσα από μια ποιητική διάσταση. Το βασικό στοιχείο του σκηνικού είναι ένα λευκό σπίτι “εγκλωβισμένο” μέσα στο δάσος, όπως προβλέπει το έργο, σαν μια αναφορά στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και τους αυστηρούς κανόνες τις κοινωνίας, από τους οποίους κανείς δεν ξεφεύγει. Όσο το έργο εξελίσσεται, το σπίτι αλλάζει μορφές και τελικά διαλύεται. Τα κοστούμια έχουν επιρροές από τη μοραβική ύπαιθρο, ενώ στην παραγωγή θα χρησιμοποιηθούν και εντυπωσιακά παραδοσιακά τσέχικα κοστούμια. Την κινησιολογία υπογράφει ο διακεκριμένος χορευτής και χορογράφος Φώτης Νικολάου, ενώ οι φωτισμοί είναι του αναγνωρισμένου Γάλλου Νταβίντ Ντεμπριναί.

Στη διανομή της Γενούφας συναντούμε διακεκριμένους Έλληνες και ξένους πρωταγωνιστές.

Στον ρόλο του τίτλου, η ανερχόμενη υψίφωνος Σάρα-Τζέιν Μπράντον, “μια από τις ντίβες του αύριο”, όπως τη χαρακτήρισε ο Independent. H Μπράντον έχει καταγράψει μια αξιοπρόσεκτη πορεία σε μεγάλα λυρικά θέατρα και φεστιβάλ, όπως η Εθνική Όπερα της Αγγλίας, το Glyndebourne, η Κρατική Όπερα της Δρέσδης, η Γερμανική Όπερα του Βερολίνου, το Σαν Κάρλος της Λισαβόνας, η Όπερα της Ρώμης, η Όπερα της Νίκαιας, το Ρεάλ της Μαδρίτης, ενώ στις προσεχείς της υποχρεώσεις συμπεριλαμβάνονται η Όπερα του Μονάχου και το Τεάτρο Μάσσιμο στο Παλέρμο. Λίγο πριν από τις παραστάσεις της Αθήνας, η Μπράντον έκανε το ντεμπούτο της στο ρόλο της Γενούφας στην Όπερα της Ντιζόν στη Γαλλία, λαμβάνοντας διθυραμβικές κριτικές από Γαλλικά ΜΜΕ. “Η Μπράντον δίνει το δικό της στίγμα υποδυόμενη μια φρέσκια, τρυφερή, γεμάτη χάρη και αφέλεια Γενούφα. Σεμνή, συντεθλιμμένη από το πεπρωμένο της, παθητική, εκπέμπει μια καθαρότητα, ενώ τα τεχνικά της μέσα είναι σε τέλεια συμφωνία με τις ανάγκες του ρόλου. Το νυχτερινό της τραγούδι, η προσευχή της στη δεύτερη πράξη, αγγίζουν με την συντριπτική απλότητά τους το κοινό”, έγραψε το forumopera.com.

Στη δεύτερη διανομή της Γενούφας, η διακεκριμένη πρωταγωνίστρια της ΕΛΣ, υψίφωνος Μαρία Μητσοπούλου, η οποία ντεμπουτάρει στον ρόλο της Γενούφας έχοντας καταγράψει μια σπουδαία καριέρα ερμηνεύοντας δεκάδες πρωταγωνιστικούς ρόλους στην Εθνική Λυρική Σκηνή.

Τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Νεωκόρισσας, θα ερμηνεύσει η σπουδαία Γερμανίδα Ζαμπίνε Χογκρέφε, η υψίφωνος που αποθεώθηκε από κοινό και κριτική στην περσινή εναρκτήρια παραγωγή της ΕΛΣ, την Ηλέκτρα του Στράους, όπου ερμήνευσε με συγκλονιστικό τρόπο την Ηλέκτρα. Η Χογκρέφε, μετά την πανθομολογούμενη επιτυχία της στον ρόλο της Ηλέκτρας στην Αθήνα, ερμήνευσε τον ίδιο ρόλο στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, στη θρυλική σκηνοθεσία του Πατρίς Σερώ και σε μουσική διεύθυνση του νέου μουσικού διευθυντή της ΜΕΤ, Γιαννίκ Νεζέ Σεκγέν. Αμέσως μετά ερμήνευσε τη Γερτρούδη στον Λόενγκριν στις Βρυξέλλες στη σκηνοθεσία του Ολιβιέ Πυ. Η Χογκρέφε έκανε ντεμπούτο της στον ρόλο της Νεωκόρισσας στην Όπερα της Ντιζόν, ενθουσιάζοντας κοινό και κριτικούς. “Στον, σωματικά και φωνητικά, εξουθενωτικό ρόλο της Νεωκόρισσας, η Γερμανίδα σοπράνο -η οποία είχε κλέψει την προηγούμενη χρονιά τις εντυπώσεις στον ρόλο της Ηλέκτρας, στην εναρκτήρια παραγωγή της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ- ενσαρκώνει με περισσή ένταση όλες τις όψεις του πολύπλοκου αυτού ρόλου: με χειρονομίες γεμάτες ευγένεια αποδίδεται η γαλήνη, η απελπισία, ο θυμός, η τρέλα και η ταπεινότητα της δημόσιας ομολογίας” σημειώνει το opera-online.com.

Στη δεύτερη διανομή, στον ρόλο της Νεωκόρισσας, η Τζούλια Σουγλάκου, η οποία μετά τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε ως Φόνισσα, αλλά και ως Λαίδη Μάκβεθ, τώρα αναμετράται με έναν εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο και από φωνητικής, αλλά και από σκηνικής άποψης.
Στον ρόλο του Λάτσα ο Ολλανδός Φρανκ βαν Άκεν, ο οποίος συγκαταλέγεται στους δημοφιλέστερους τενόρους της γενιάς του, γνωστός στο αθηναϊκό κοινό από την ερμηνεία του ως Αίγισθος στην περσινή εναρκτήρια παραγωγή της ΕΛΣ, Ηλέκτρα, πλάι στην Χογκρέφε και την Αγνή Μπάλτσα. Έχει τραγουδήσει σε Φεστιβάλ Μπάιροϊτ και Μπάντεν-Μπάντεν, Μεγάλο Θέατρο Λισέου Βαρκελώνης, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Κρατική Όπερα Βιέννης και Σκάλα Μιλάνου, Μητροπολιτική Όπερα Νέας Υόρκης, Κρατική Όπερα Δρέσδης κ.α.

Ο πρωταγωνιστής της ΕΛΣ, Δημήτρης Πακσόγλου ερμηνεύει τον Στέβα. Ο Πακσόγλου μετά την επιτυχία που σημείωσε ως Καβαραντόσσι στην Τόσκα, ως Άλμπερτ Γκρέγκορ στην Υπόθεση Μακρόπουλου και ως Δον Χοσέ στην Κάρμεν στο Ηρώδειο, δοκιμάζεται για πρώτη φορά στον ρόλο του Στέβα στη Γενούφα.

Μαζί τους νεότεροι και διακεκριμένοι μονωδοί, όπως: Ινές Ζήκου, Γιάννης Γιαννίσης, Δημήτρης Κασιούμης, Μαργαρίτα Συγγενιώτου, Άρτεμις Μπόγρη, Μπαρούνκα Πράιζινγκερ, Βαρβάρα Μπιζά, Μιράντα Μακρυνιώτη, Αναστασία Κότσαλη. Συμμετέχει η Χορωδία της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Την Ορχήστρα της ΕΛΣ διευθύνει ο διακεκριμένος Αρχιμουσικός της ΕΛΣ, Λουκάς Καρυτινός.

 

 

πηγή: avopolis.gr