Πολυπράγμων άνθρωπος, βρίσκεται στο προσκήνιο ως στιχουργός, ως διευθυντής του Μέντα 88, αλλά και ως πολιτικός σχολιαστής. Με αφορμή τον πρόσφατο δίσκο Του Κόσμου Αυτό Το Κάτι,
ο Νίκος Μωραΐτης μίλησε στο avopolis.gr.

Είσαι στιχουργός με την ικανότητα να εντάσσεις την αναγνωρίσιμη καθημερινότητα στα δημιουργήματά σου. Γι’ αυτό και θέλω να σε ρωτήσω, τι συμβαίνει και ακούω τόσα πολλά τραγούδια με λόγια τα οποία κανείς μας δεν θα έλεγε ποτέ, ζώντας τις περιγραφόμενες καταστάσεις…

Αυτό συμβαίνει γιατί συχνά ακούμε τραγούδια με …γραπτό λόγο. Υπάρχει ένα μπέρδεμα. Η ποίηση είναι γραπτή, αλλά ο στίχος είναι προφορικός λόγος, με την ίδια έννοια ας πούμε που είναι και το θέατρο προφορικός λόγος, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα. Αν λοιπόν δεν ακολουθήσεις αυτήν την προφορικότητα, αποκόβεσαι από το καθημερινό συναίσθημα: ένα τραγούδι πρώτα το τραγουδάς, μετά το διαβάζεις. Περάσαμε μια εποχή στην οποία κυριάρχησε στον στίχο η Λίνα Νικολακοπούλου, της οποίας ήμουν κι εγώ από παιδί μεγάλος θαυμαστής –θυμάμαι να κάνω ακροάσεις με τα ένθετα των δίσκων στο χέρι, ώστε να διαβάζω τα λόγια. Όμως τελικά αυτό ήταν χαρακτηριστικό της Νικολακοπούλου, η οποία είχε τον μοναδικό τρόπο να το κάνει να λειτουργεί. Δεν μπορεί να γίνει σχολή. Ο κανόνας παραμένει ότι ο στίχος ταυτίζεται με την προφορικότητα.

66Nmrt_3.jpg

Εσείς εντωμεταξύ γράψατε λαϊκά τραγούδια, όμως τα λαϊκά είδωλα του σήμερα τραγουδούν ποπ…

Φοβάμαι ότι την περίοδο του ποπ την περάσαμε και μπήκαμε σε κάτι ακόμα χειρότερο: μία σκυλοπόπ που δεν ακούγεται με τίποτα, κάνει σουξέ του εξαμήνου και δεν θα αφήσει κάτι πίσω. Τα προηγούμενα 9 χρόνια, ως το 2017, που είχα σταθερή συνεργασία με τον Αντώνη Ρέμο, έλεγα στον παραγωγό του: «Άσε να βγάζουν όλοι το ίδιο τραγούδι, την ίδια λούπα κι εμείς να τους τη βγαίνουμε αλλιώς. Έτσι φαίνεται η διαφορά». Και νομίζω φάνηκε. Γιατί ο κόσμος έχει πολύ καλύτερο αισθητήριο απ’ ό,τι οι τραγουδιστές. Βέβαια, ακόμη και στην περίπτωση του Ρέμου θα δεις ότι δεν υπάρχουν πια συχνά ζεϊμπέκικα ή χασάπικα στους δίσκους του. Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα λαϊκής γραφής και στον χώρο του εμπορικού τραγουδιού. Μιλάω για ένα μεγάλο ζεϊμπέκικο, έναν “Παλιόκαιρο” ας πούμε. Η αλήθεια είναι ότι –πέρα από τον Στέφανο Κορκολή με το “Σβήσε Το Φεγγάρι” και το “Εκατό Φορές Κομμάτια”– δεν μου έχει φέρει κανείς κι εμένα ένα ζεϊμπέκικο που να με τρελάνει.

Μέχρι και τη δεκαετία του 1990, οριζόσουν περισσότερο από αυτά που δεν άκουγες, παρά από τα όσα άκουγες. Υπάρχουν ακόμα «όχθες» στο ελληνικό τραγούδι, εν έτει 2019;

Ραδιοφωνικά, τη μεγαλύτερη έκπληξη των τελευταίων χρόνων την έκανε σταθμός που αποφάσισε να βάζει τα καλύτερα «έντεχνα» και τα καλύτερα «εμπορικά» μαζί. Φαίνεται λοιπόν ότι για τον ακροατή τα τείχη έχουν σπάσει και μάλιστα εδώ και καιρό. Από ένστικτο, τα έσπασα κι εγώ πολύ νωρίς και έφαγα και «ξύλο» γι’ αυτό, από ανθρώπους που ήθελαν να υπερασπίσουν τον χώρο τους. Αλλά έβλεπα καθαρά ότι, εκεί στο 2000, το έδαφος είχε μετατραπεί σε κινούμενη άμμο. Έτσι δηλαδή όπως μπήκε ο ποπ ήχος και στο έντεχνο και στο λαϊκό, δεν μπορούσες πια να ξέρεις πού σταματά η μία «χώρα» και πού αρχίζει η άλλη.

Αποφάσισα λοιπόν να φτιάξω εγώ τη δική μου «χώρα» με βάση την αισθητική μου. Που μπορεί να πει κανείς ότι είναι καλή ή κακή, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι δική μου. Με τον Αντώνη Ρέμο, για παράδειγμα, ναι. Με τον Γιάννη Πλούταρχο, όχι. Γιατί; Γιατί δεν μου έβγαζε την ίδια «μνήμη» η φωνή του. Δύο μόνο φορές ξεπέρασα τα «σύνορα» και πήγα απέναντι, για να δω μήπως και επεκτείνεται αυτή η προσωπική χώρα. Αλλά έφυγα τρέχοντας.

Τι σε έκανε να φύγεις τρέχοντας;

Δεν υπήρχε καθόλου αισθητική. Εκεί δεν όριζες τι έκανες. Και θα σου πω μια φράση που μου είχε πει κάποτε ο Μάνος Ελευθερίου, ο οποίος είχε γράψει κι αυτός στίχους για τραγουδιστές «της νύχτας»: «κανένας τραγουδιστής της νύχτας δεν καταλαβαίνει ένα τραγούδι όσο ο τραγουδιστής της μέρας». Ίσως ακούγεται απόλυτο, αλλά νομίζω ότι πράγματι υπάρχει μία διαφορά παιδείας.

66Nmrt_4.JPG

Διαβάστε περισσότερα στο avopolis.gr